σφυρίκτρα

σφυρίκτρα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σφυρίκτρα" в других словарях:

  • σφυρίκτρα — η, Ν βλ. σφυρίχτρα …   Dictionary of Greek

  • σφυρίχτρα — και σφυρίκτρα, η, Ν 1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα 2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»